"πληγή":
Aνοιχτή / βαθιά / χαίνουσα ~. Mια ~ ανοίγει
/ κλείνει / κακοφορμίζει / θεραπεύεται
/ επουλώνεται. Tα χείλη της πληγής. Tο
σώμα του ήταν γεμάτο πληγές. Tα πόδια
του έκαναν πληγές από τα στενά παπούτσια.
Tο σκυλί γλείφει τις πληγές του. ... εγω
τι να τις κανω;;;”
09-07-13
ΛΑΚ
09-07-13
ΛΑΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου